- φαγος
- φάγος(ᾰ) ὅ любитель поесть, лакомка
(φ. καὴ οἰνοπότης NT.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φ. καὴ οἰνοπότης NT.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φάγος — live on milk masc/fem nom sg φάγος live on milk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγός — Valonia oak masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
φάγος — (I) και φαγός, ὁ, Α αδηφάγος, λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος κατ αποκοπή από τα σύνθ. σε φάγος*]. (II) ο, Ν βιολ. ιός που προσβάλλει βακτήρια, γνωστός και ως βακτηριοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phage] … Dictionary of Greek
φαγός — (I) ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. φηγός. (II) ὁ, Α βλ. φακός … Dictionary of Greek
φάγους — φάγος live on milk masc/fem acc pl φάγος live on milk masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγων — φάγος live on milk masc/fem/neut gen pl φάγος live on milk masc gen pl φάγων glutton masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγῳ — φάγος live on milk masc/fem/neut dat sg φάγος live on milk masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγοί — φαγός Valonia oak masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγέ — φαγός Valonia oak masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγῶ — φαγός Valonia oak masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)